Dictionary of Greek. 2013.
ἐποχλεύς — brake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα … Dictionary of Greek
ἐποχλέα — ἐποχλέᾱ , ἐποχλεύς brake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)